- σητοτρόφος
- -ον, Μτο αρσ. ως ουσ. ὁ σητοτρόφοςαυτός που τρέφει τους σκόρους, δηλαδή αυτός που συγκεντρώνει βιβλία και δεν τά διαβάζει.[ΕΤΥΜΟΛ. < σής, σητός «σκόρος» + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ὀρνιθο-τρόφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.